Ποιμαντορική Εγκύκλιος Σεβ. Μητροπολίτου Πειραιώς για την Κυριακή της Ορθοδοξίας.
Π Ο Ι Μ Α Ν Τ Ο Ρ Ι Κ Η Ε Γ Κ Υ Κ Λ Ι Ο Σ
ΤΟΥ ΣΕΒΑΣΜΙΩΤΑΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΩΣ, ΦΑΛΗΡΟΥ, ΔΡΑΠΕΤΣΩΝΑΣ & ΑΓ. ΙΩΑΝΝΟΥ ΡΕΝΤΗ
Σ Ε Ρ Α Φ Ε Ι Μ
ΕΠΙ ΤΗι ΚΥΡΙΑΚΗι ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ 2021
Τέκνα μου ἀγαπητὰ καὶ περιπόθητα,
Ἡ σημερινὴ ἡμέρα, Κυριακή της Ὀρθοδοξίας, εἶναι μία ἰδιαίτερα χαρμόσυνη καὶ πανηγυρικὴ ἡμέρα γιὰ ὅλη τὴν ἀνὰ τὴν οἰκουμένην Ὀρθοδοξία. Ὅπως ἀναφέρει χαρακτηριστικὰ τὸ συναξάριο τῆς ἡμέρας, ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία ἑορτάζει τὴν «ἀναστήλωσιν τῶν ἁγίων καὶ σεπτῶν εἰκόνων, γενομένην παρὰ τῶν ἀειμνήστων Αὐτοκρατόρων Κωνσταντινουπόλεως, Μιχαὴλ καὶ τῆς μητρὸς αὐτοῦ Θεοδώρας, ἐπὶ πατριαρχείας τοῦ ἁγίου καὶ ὁμολογητοῦ Μεθοδίου». Γενικότερα ὅμως, ὡς ἡμέρα ἀφιερωμένη στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας, ἑορτάζομε τὴν νίκη καὶ τὸν θρίαμβό της ἀπέναντι σὲ κάθε αἵρεση διὰ μέσου τῶν αἰώνων, ὅπως αὐτὴ κατὰ τρόπο θριαμβευτικὸ καὶ πανηγυρικὸ καταγράφεται στὸ Συνοδικό τῆς Ὀρθοδοξίας: «Οἱ Προφῆται ὡς εἶδον, οἱ Ἀπόστολοι ὡς ἐδίδαξαν, ἡ Ἐκκλησία ὡς παρέλαβεν, οἱ διδάσκαλοι ὡς ἐδογμάτισαν, ἡ Οἰκουμένη ὡς συμπεφρόνηκεν, ἡ Χάρις ὡς ἔλαμψεν, ἡ ἀλήθεια ὡς ἀποδέδεικται, τὸ ψεῦδος ὡς ἀπελήλαται, ἡ σοφία ὡς ἐπαρρησιάσατο, ὁ Χριστὸς ὡς ἐβράβευσεν, οὕτω φρονοῦμεν, οὕτω λαλοῦμεν, οὕτω κηρρύσωμεν…». Γι’ αὐτὸ καὶ οἱ περισσότεροι ὕμνοι στὴν ἀσματικὴ ἀκολουθία τοῦ Τριωδίου τῆς ἡμέρας αὐτῆς, ἂν προσέξουμε, ἔχουν πανηγυρικὸ καὶ πασχάλιο χαρακτῆρα: «Οὐκέτι τῶν ἀσεβῶν αἱρετικῶν ἡ ὀφρὺς αἴρεται, ἡ γὰρ Θεοῦ δύναμις τὴν Ὀρθοδοξίαν ἐκράτυνεν». Ἀλλὰ καὶ ἡ λιτάνευση τῶν ἁγίων εἰκόνων, ποὺ ἐδῶ καὶ αἰῶνες ἔχει καθιερωθεῖ, νὰ τελεῖται τὴν ἡμέρα αὐτὴ γύρω ἀπὸ τοὺς Ἱεροὺς Ναοὺς καὶ τὰ Μοναστήρια, ὅπως ἐπίσης καὶ τὰ ἀναθέματα, τὰ ὁποῖα ἀναγινώσκονται, ὄχι μόνον ἐναντίον τῶν εἰκονομάχων αἱρετικῶν, ἀλλὰ καὶ κάθε αἱρετικοῦ, αἰσθητοποιεῖ ἀκριβῶς ἀκόμη περισσότερο αὐτὴ τὴν διαχρονικὴ νίκη τῆς Ὀρθοδοξίας.
Δὲν εἶναι τυχαῖο τὸ γεγονός, ὅτι ἡ Ἐκκλησία ἐτοποθέτησε τὴν ἑορτὴ αὐτὴ μέσα στὴν περίοδο τῆς νηστείας τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς καὶ μάλιστα στὴν πρώτη Κυριακὴ αὐτῆς. Τὸ ἔκαμε αὐτὸ γιὰ νὰ μᾶς διδάξῃ, ὅτι σὲ τίποτε δὲν ὠφελεῖ τὸν Χριστιανὸ ὁ ἀγῶνας τὸν ὁποῖο διεξάγει, γιὰ νὰ νεκρώσει τὰ πάθη καὶ νὰ κάμει κτῆμα του τὶς ἀρετές, ἂν παράλληλα δὲν κρατᾶ τὴν ὀρθὴ πίστη, ἂν δὲν ἀνήκει δηλαδὴ στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Ἔξω τῆς Ἐκκλησίας δὲν ὑπάρχει σωτηρία, ἔστω καὶ ἂν ὁ ἄνθρωπος κατορθώσει μὲ νηστεῖες καὶ ἀσκητικοὺς ἀγῶνες ὅλες τὶς ἀρετές. Μ’ ἄλλα λόγια ὅσους ἀσκητικοὺς ἀγῶνες καὶ ἂν κάνομε, δὲν τοὺς δέχεται ὁ Θεὸς χωρὶς τὴν ὀρθὴ πίστη. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος λέγει σ’ ἕνα λόγο του: «Μένε εἰς τὴν Ἐκκλησίαν καὶ οὐ προδίδοσαι ἀπὸ τῆς Ἐκκλησίας. Ἐὰν δὲ φύγης ἀπὸ Ἐκκλησίας οὐκ αἰτία ἡ Ἐκκλησία. Ἐὰν μὲν γὰρ ἦς ἔσω, ὁ λύκος οὐκ εἰσέρχεται, ἐὰν δὲ ἐξέλθης ἔξω, θηριάλωτος γίνῃ. Ἀλλ’ οὐ παρὰ τὴν μάνδραν τοῦτο, ἀλλὰ παρὰ τὴν σὴν μικροψυχίαν. Ἐκκλησίας γὰρ οὐδὲν ἴσον». Μὴ φύγης, λέγει ὁ ἅγιος, ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία καὶ δὲν πρόκειται νὰ προδοθῆς ποτὲ ἀπὸ αὐτήν. Ἐὰν ὅμως φύγης, ἡ αἰτία δὲν ὀφείλεται στὴν Ἐκκλησία. Ἐὰν μείνης μέσα σ’ αὐτήν, ὁ λύκος τῆς αἱρέσεως δὲν τολμᾷ νὰ σὲ βλάψη, ἐὰν δὲ ἐξέλθης, θὰ σὲ κατασπαράξη καὶ αὐτὸ θὰ ὀφείλεται στὴν ἰδική σου μικροψυχία. Τίποτε δὲν εἶναι ἴσο μὲ τὴν Ἐκκλησία.
Στὸ Γεροντικὸ ἀναφέρεται ἕνα πολὺ χαριτωμένο περιστατικό, ποὺ ὑπογραμμίζει ἀκριβῶς αὐτὴ τὴν ἀλήθεια. Κάποτε ἐπισκέφθηκαν μερικοὶ ἀσκητὲς τὸν ἀββᾶ Ἀγάθωνα, ποὺ ἦταν ξακουστὸς γιὰ τὴν μεγάλη διάκριση ποὺ εἶχε. Θέλοντας λοιπὸν νὰ τὸν δοκιμάσουν ἂν ὀργίζεται τὸν ρώτησαν: «Ἐσὺ εἶσαι ὁ Ἀγάθων, ποὺ λένε πὼς εἶσαι πόρνος καὶ ὑπερήφανος;» -«Ναὶ ἀδελφοί μου ἐγὼ εἶμαι», ἀπήντησε ὁ Γέροντας. Τὸν ρωτοῦν καὶ πάλι: –«Ἐσὺ εἶσαι ὁ Ἀγάθων ὁ φλύαρος καὶ κατάλαλος;» -«Ναὶ ἀδελφοί μου ἐγὼ εἶμαι», εἶπε πάλι ὁ Γέροντας. Τὸν ρωτοῦν γιὰ τρίτη φορά: -«Ἐσὺ εἶσαι ὁ Ἀγάθων ὁ αἱρετικός;» Τότε ὁ Γέροντας ἀποκρίθηκε: «Ὄχι δὲν εἶμαι αἱρετικός». Οἱ ἀσκητὲς τὸν ρώτησαν νὰ τοὺς πεῖ, γιατί ὅσα τοῦ ἔλεγαν πρῶτα τὰ παραδεχόταν γιὰ τὸν ἑαυτό του, ἐνῷ τὸν λόγον αὐτὸν μὲ τὴν κατηγορία τοῦ αἱρετικοῦ δὲν τὸν δέχθηκε. Καὶ ὁ ἅγιος ἐκεῖνος γέροντας τοὺς ἀπήντησε: «Τὰ πρῶτα ἐμαυτῷ ἐπιγράφω. Ὄφελος γὰρ ἐστὶ τῇ ψυχῇ μου. Τὸ δὲ αἱρετικός, χωρισμός ἐστι ἀπὸ τοῦ Θεοῦ, καὶ οὐ θέλω χωρισθῆναι ἀπὸ Θεοῦ». Τὰ πρῶτα τὰ παραδέχομαι, διότι φέρνουν ὠφέλεια στὴν ψυχή μου διὰ τὴν ταπείνωσιν ποὺ ὑφίσταμαι, τὸ νὰ δεχθῶ ὅμως, ὅτι εἶμαι αἱρετικὸς εἶναι χωρισμὸς ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ ἐγὼ δὲν θέλω νὰ χωριστῶ ἀπὸ τὸν Θεό. Οἱ ἀσκητὲς τότε θαύμασαν τὴν πνευματικὴ σοφία καὶ διάκριση τοῦ γέροντα καὶ ἔφυγαν πνευματικὰ οἰκοδομημένοι.
Οἱ ἅγιοι Πατέρες, οἱ ὁποῖοι ἀγωνίστηκαν ἐναντίον τῶν αἱρέσεων, ἔκαναν μεγάλους ἀγῶνες γιὰ νὰ διαφυλάξουν ἀνόθευτη καὶ ἀπαραχάρακτη τὴν ἀλήθεια τῆς πίστεως, ὅπως ὁ Κύριος τὴν ἀπεκάλυψε, ὅπως οἱ ἀπόστολοι τὴν ἐδίδαξαν καὶ ὅπως ἡ Ἐκκλησία τὴν παρέλαβε. Ἂν ρίξουμε μία ματιὰ στὴν ἐκκλησιαστική μας ἱστορία, θὰ διαπιστώσουμε, ὅτι πολλοὶ ἀπὸ αὐτοὺς ἐφυλακίστηκαν, ἄλλοι καθαιρέθηκαν, ἄλλοι ἐδιώχθηκαν, ὑβρίστηκαν καὶ συκοφαντήθηκαν, ὑπέμειναν βασανιστήρια καὶ μερικοὶ ἀπὸ αὐτοὺς ἐθυσίασαν τὴν ζωή τους. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ δείχνει ἀκριβῶς πόσο μεγάλη εὐασθησία εἶχαν καὶ πόση σημασία ἔδιναν στὶς δογματικὲς ἀλήθειες τῆς πίστεως καὶ σὲ κάθε αἱρετικὴ ἀπόκλιση. Ἡ εὐαισθησία τους αὐτὴ ὀφείλεται στὸ ὅτι εἶχαν συνειδητοποιήσει, ὅτι ἔκπτωση ἀπὸ τὴν ἀλήθεια τῆς πίστεως, σημαίνει μετάπτωση στὴν κατάσταση τῆς αἱρέσεως, σημαίνει θάνατο πνευματικὸ καὶ ἀπώλεια τῆς σωτηρίας. Εἶχαν ἀκόμη ἐπισημάνει μὲ τὸν πλούσιο φωτισμὸ τῆς Χάριτος τοῦ ἁγίου Πνεύματος, ποὺ εἶχαν μέσα τους, ὅτι ἀκόμη καὶ ἐλάχιστη ἀπόκλιση ἀπὸ τὸ ὀρθὸ δόγμα ἔχει καταστρεπτικὲς συνέπειες, σύμφωνα μὲ τὸν λόγον τοῦ Κυρίου «ὃς ἐὰν οὖν λύση μίαν τῶν ἐντολῶν τούτων τῶν ἐλαχίστων καὶ διδάξῃ οὕτω τοὺς ἀνθρώπους, ἐλάχιστος κληθήσεται ἐν τὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν», (Ματθ.5,19). Ἐπίσης καὶ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στὴν πρὸς Γαλάτας ἐπιστολὴ του ὑπογραμμίζει τὴν ἴδια ἀλήθεια, ὅταν λέγει «ἀλλὰ καὶ ἐὰν ἡμεῖς ἢ ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ εὐαγγελίζηται ὑμῖν παρ᾿ ὃ εὐηγγελισάμεθα ὑμῖν, ἀνάθεμα ἔστω» (Γαλ. 1,8). Ἑπομένως στὰ θέματα τῆς πίστεως δὲν χωράει συγκατάβασις, δὲν χωράει οἰκονομία καὶ κανεὶς δὲν ἔχει τὸ δικαίωμα νὰ προσθέσει, ἢ νὰ ἀφαιρέσει οὔτε τὸ ἐλάχιστο ἀπὸ τὸ περιεχόμενο τῆς θείας ἀποκαλύψεως, ἀπὸ τὴν μόνην σῴζουσαν ἀλήθεια τῆς Ὀρθοδοξίας. Οἱ ἀλήθειες τῆς πίστεως δὲν εἶναι ἁπλὲς δογματικὲς προτάσεις, ποὺ διατυπώθηκαν σὲ ἅγιες Συνόδους, Οἰκουμενικὲς καὶ Τοπικές, ἀλλὰ ὄροι ζωῆς, ποὺ παραπέμπουν στὸ ἦθος καὶ στὴν ἴδια τὴν ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας. Τὸ δόγμα εἶναι τόσο ἄρρηκτα συνδεδεμένο μὲ τὸ ἦθος, ἔτσι ὥστε ἀλλοίωση τοῦ ἑνὸς νὰ ἐπιφέρει ἀναπόφευκτα ἀλλοίωση καὶ καταστροφὴ καὶ τοῦ ἄλλου: «Ὥσπερ δόγματα πονηρὰ βίον ἀκάθαρτον εἰσάγειν εἴωθεν, οὕτω καὶ διεφθαρμένος βίος πονηρίαν δογμάτων πολλάκις ἔτεκεν», παρατηρεῖ ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος. Τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον εἶναι τὸ Πνεῦμα τῆς ἀληθείας, τὸ ὁποῖο ἀπὸ τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς ἐξακολουθεῖ νὰ παραμένει μέχρι σήμερα μόνον ἐντός της Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἐπειδὴ ἀκριβῶς μόνον Αὐτὴ διετήρησε ἀναλοίωτο καὶ ἀμετάβλητο τὸν θησαυρὸ τῆς πίστεως. Αὐτὸ τὸ Πνεῦμα τὴν καθιστᾶ «στῦλο καὶ ἑδραίωμα τῆς ἀληθείας» (Α΄ Τιμ. 3,15), καθοδηγεῖ Αὐτὴν «εἰς πᾶσαν τὴν ἀλήθειαν», (Ἰω. 15,26), ἐνεργεῖ διὰ τῶν μυστηρίων καὶ ἀπεργάζεται τὴν σωτηρία καὶ τὸν ἁγιασμὸ τῶν πιστῶν μόνο μέσα στοὺς κόλπους της.
Ὡστόσο οἱ ἅγιοι Πατέρες δὲν ἀγωνίστηκαν μόνο γιὰ τὴν καταπολέμηση τῶν αἱρέσεων καὶ τὴ διατύπωση καὶ διαφύλαξη τῶν δογμάτων, τῶν ἀληθειῶν τῆς πίστεως. Πρὶν ἀπ’ ὅλα ἀγωνίστηκαν νὰ βιώσουν τὶς ἀλήθειες τῆς πίστεως. Δὲν εἶχαν μόνο τὴν Ὀρθοδοξία, εἶχαν καὶ τὴν Ὀρθοπραξία. Ἐτήρησαν μὲ ἀκρίβεια τὶς δεσποτικὲς ἐντολὲς καὶ εὑρῆκαν μέσα σ’ αὐτὲς τὸν Χριστό, τὴν μόνη ἀλήθεια, ὡς ἀνεκτίμητο θησαυρό, ὅπως ἀκριβῶς τὸν εὑρῆκε ὁ Φίλιππος, γιὰ τὸν ὁποῖο κάνει λόγο τὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα τῆς ἡμέρας αὐτῆς. Ὁ Φίλιππος ἀπὸ τὴν μικρὴ ἐμπειρία ποὺ εἶχε ἀποκομίσει ἀπὸ τὴν συναναστροφή του μὲ τὸν Χριστό, εἶχε βεβαιωθεῖ βαθειὰ μέσα στὴν ψυχή του, ὅτι Αὐτὸς εἶναι Ἐκεῖνος, γιὰ τὸν ὁποῖο ὁμίλησαν οἱ προφῆτες. Αὐτὸς εἶναι Ἐκεῖνος, τὸν ὁποῖον ἐπερίμεναν, ὁ Μεσσίας, ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτὸ καὶ ἔτρεξε ἀμέσως στὸν φίλο του τὸν Ναθαναήλ, γιὰ νὰ τὸν καταστήση συγκοινωνὸ καὶ συμμέτοχο αὐτῆς τῆς χαρᾶς, αὐτοῦ τοῦ θησαυροῦ. Καὶ ὅταν ἐκεῖνος ἐξέφρασε ἐπιφυλάξεις, τοῦ εἶπε: «Ἔρχου καὶ ἴδε». Ἔλα καὶ δὲς μόνος σου. Ἔλα νὰ βεβαιωθεῖς ἐκ πείρας. Ὁ Φίλιππος δὲν προσπαθεῖ νὰ τὸν πείσει μὲ ἐπιχειρήματα καὶ περιγραφές, διότι δὲν θὰ φέρουν κανένα ἀποτέλεσμα. Μόνο μὲ τὴν πεῖρα θὰ βεβαιωθεῖ. Καὶ ὅταν στὴ συνέχεια συναντήθηκε μὲ τὸν Χριστὸ καὶ βεβαιώθηκε ἐκ πείρας, ὅτι αὐτὸς εἶναι ὁ Μεσσίας ἀμέσως τὸν ὁμολόγησε: «Ραββί, σὺ εἶ ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, σὺ εἶ ὁ βασιλεὺς τοῦ Ἰσραήλ». Αὐτὴν ἀκριβῶς τὴν ἐμπειρία τῆς προσωπικῆς παρουσίας τοῦ Χριστοῦ μέσα στὶς ψυχὲς των εἶχαν καὶ οἱ ἅγιοι Πατέρες καὶ πρὸς αὐτὴν καλοῦσαν κάθε καλοπροαίρετον ἄνθρωπον. Ἐδίδασκαν ἔργῳ καὶ λόγῳ, ὅτι ἡ χριστιανικὴ ζωὴ στὸ ἐσώτατο εἶναι της δὲν εἶναι φιλοσοφίες καὶ θεωρίες, δὲν εἶναι ἕνα σύστημα ἰδεῶν. Εἶναι ἐμπειρία Χριστοῦ, εἶναι ἐμπειρία Θείας Χάριτος, ἐμπειρία θεώσεως.
Σήμερα ποὺ ἡ Ἐκκλησία μας εὐφραίνεται καὶ πανηγυρίζει τὸν θρίαμβο τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ καθὼς φέρνει στὴ μνήμη μας τοὺς ἀγῶνες καὶ τὶς θυσίες, ποὺ ἔκαναν οἱ ἅγιοι Πατέρες μας, γιὰ νὰ ἐπιτευχθεῖ αὐτὸς ὁ θρίαμβος, αὐτὴ ἡ νίκη, ὑπαγορεύει καὶ ὑποδεικνύει παράλληλα σ’ ὅλους μας ἕνα διπλὸ χρέος. Τὸ πρῶτο εἶναι νὰ ἀνακαινίσουμε μὲ τὴν μετάνοια καὶ τὴν ἄσκηση τὴν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, ποὺ φέρουμε μέσα μας, ἡ ὁποία ἔχει καταφθαρεῖ καὶ ἐξαχρειωθεῖ ἀπὸ τὰ πάθη καὶ τὶς ἐπιθυμίες τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου. Πολὺ εὔστοχα παρατηρεῖ κάποιος ἐκκλησιαστικὸς συγγραφέας τῶν τελευταίων αἰώνων: «Πόση λογιάζετε νὰ εἶναι ἡ κατάκρισή μας καὶ ἡ κόλασή μας, ὅπου ἀσχημίζομεν τὴν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ; Ὅπου φθείρομεν τὸν ἔσω ἄνθρωπον μὲ τὲς ἐπιθυμίες τῆς ἀπάτης; Δὲν εἶναι ἐπιθυμίες ἀπάτης οἱ ἀδικίες, ὅπου κάμνομεν καὶ αἱ παρανομίες, ἡ ὑπερηφάνεια, ἡ κενοδοξία καὶ αἱ ἄλλες ἀκαταστασίες; Τί δὲν βλέπουσι τὰ ὀμμάτια ἄτοπον, τί δὲν ἀκούομεν κακόν; Ἕως πότε νὰ ὑποφέρει ὁ Θεὸς τόσην μᾶς ἀκαταστασίαν, τόσον κακόν, τόσην ἁμαρτίαν; Πότε ἐλπίζεις νὰ βαλθεῖς εἰς τὴν στράταν τῆς δικαιοσύνης; Κάμε τούτην τὴν Χάριν τῆς Ὀρθοδοξίας, ὅπου ἔμαθες, ὅπου ἑορτάζεις. Στολίσου πράξεις ἀγαθές, κάμε τὴν ἀρετὴν βάσιν τῆς θεωρίας. Ἀνάβηθι εἰς τὴν ἐπίγνωσιν τοῦ Θεοῦ, κατάβηθι εἰς τὸ βάθος τῆς ταπεινώσεως τοῦ Χριστοῦ μέχρι θανάτου. Μὴ φθείρωμεν λοιπὸν μὲ τὲς κακές μας πράξεις τὴν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, μήπως καὶ ὅταν ἔλθη ὁ καιρὸς τοῦ μυστικοῦ γάμου, κρούοντες καὶ ἡμεῖς τὴν θύραν, μᾶς ἀποκριθεῖ ὁ νυμφίος «οὐκ οἶδα ὑμᾶς», δὲν σᾶς γνωρίζω, ἐπειδὴ ἀλλοιωμένην ἔχετε τὴν εἰκόνα μου μὲ τὰ κακά σας ἔργα. Ἀλλὰ ἂς στρέψωμεν εἰς μετάνοιαν δι’ ἐξομολογήσεως. Ἂς καθαρίσωμεν τοὺς ρύπους ἀπὸ τὲς ψυχές μας, διὰ νὰ μᾶς γνωρίσει πρωτότυπον καὶ ἀρχέτυπον μας καὶ νὰ μᾶς προσκαλέσει ὡς γνησίας εἰκόνας του, εἰς τὴν αἰώνιον Βασιλείαν του».
Τὸ δεύτερο χρέος μας εἶναι νὰ διαφυλάξωμε ὅλοι μας, κλῆρος καὶ λαός, τὸν θησαυρὸ τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως ὡς κόρην ὀφθαλμοῦ, ἀνόθευτο καὶ ἀναλλοίωτο ἀπὸ κάθε αἱρετικὴ διδασκαλία καὶ πλάνη. Τὸ καθῆκον αὐτὸ εἶναι σήμερα περισσότερο ἀναγκαῖο καὶ ἐπιτακτικὸ ἀπὸ κάθε ἄλλη φορά, διότι καὶ σήμερα ἡ Ἐκκλησία μας βάλλεται καὶ πολεμεῖται ἀπὸ πολλὲς σύγχρονες αἱρέσεις, μιὰ ἀπὸ τὶς ὁποῖες, ἡ πιὸ ἐπικίνδυνη, εἶναι ἡ παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ὅπως τὴν χαρακτήρισε μία μεγάλη ὁσιακὴ μορφὴ τοῦ περασμένου αἰῶνος, ὁ Σέρβος καθηγητὴς τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου τοῦ Βελιγραδίου, ἅγιος Ἰουστῖνος ὁ Πόποβιτς. Ἡ φοβερὴ αὐτὴ αἵρεση, προϊὸν τῶν συγχρόνων συγκρητιστικῶν τάσεων θρησκευτικῆς ἑνοποιήσεως τῆς ἀνθρωπότητος, ἀνέπτυξε μέσα στοὺς κόλπους της διάφορες αἱρετικὲς θεωρίες, ὅπως οἱ θεωρίες τῶν κλάδων, τοῦ δογματικοῦ μινιμαλισμοῦ, τῆς βαπτισματικῆς ἑνότητος, τῶν ἀδελφῶν Ἐκκλησιῶν, τῶν δύο πνευμόνων, τῆς μεταπατερικῆς θεολογίας, τῆς διευρυμένης Ἐκκλησιολογίας κ.ἄ., οἱ ὁποῖες εἶναι ἀσυμβίβαστες μὲ τὴν δογματικὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας καὶ μὲ τὴν διαχρονικὴ πίστη της ὅτι μόνη Αὐτὴ ἀποτελεῖ τὴν Μία, Ἁγία, Καθολική, καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία, ὅπως ἄλλωστε ὁμολογοῦμε στὸ σύμβολο τῆς Πίστεως. Μέσῳ τῶν αἱρετικῶν αὐτῶν θεωριῶν ἡ ἀκρίβεια τῶν δογματικῶν ἀληθειῶν τῆς πίστεως, γιὰ τὶς ὁποῖες, ὅπως προαναφέραμε, πολλοὺς ἀγῶνες καὶ θυσίες ἔκαναν οἱ ἅγιοι Πατέρες μας, σμικρύνεται, σχετικοποιεῖται καὶ ὑποβιβάζεται. Ἡ ἐπιστροφὴ τῶν ἑτεροδόξων αἱρετικῶν στὴν Ὀρθόδοξη πίστη καὶ Ἀποστολικὴ Παράδοση, δὲν θεωρεῖται πλέον ἀπαραίτητη προϋπόθεση γιὰ τὴν ἕνωση τῶν Ἐκκλησιῶν. Οἱ ἀγῶνες τῶν μεγάλων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας καὶ ἰδίως τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, μεγάλου Φωτίου καὶ ἁγίου Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ, ποὺ ἀγωνίστηκαν ἐναντίον τοῦ Παπισμοῦ, ἀκυρώνονται καὶ ἀποδοκιμάζονται στὴν πράξη. Τὰ ἀντιαιρετικά τους συγγράμματα, μὲ τὰ ὁποῖα κατέδειξαν τὶς πλάνες του, παραμερίζονται καὶ υἱοθετεῖται ἡ καινοφανὴς ἀντίληψη, ὅτι οἱ δογματικές μας διαφορὲς πρὸς τοὺς κακοδόξους καὶ αἱρετικοὺς ἀποτελοῦν ποικιλία διαφόρων παραδόσεων, ὥστε νὰ παύσουν νὰ ἀποτελοῦν φραγμὸ πρὸς τὴν ἐπιχειρούμενη «ἕνωση». Προωθεῖται ἔτσι μία ἐπιφανειακή, ἐπικοινωνιακοῦ χαρακτῆρος ἑνότητα οὐνιτικοῦ τύπου, παρὰ τὶς τεράστιες δογματικὲς διαφορές, ποὺ μᾶς χωρίζουν, ὥστε τελικὰ νὰ παρουσιάζονται ὡς «ἀδελφὲς Ἐκκλησίες» μὲ Ὀρθόδοξη πίστη καὶ ἔγκυρα μυστήρια. Κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο ὅμως ἡ πλάνη τῆς αἱρέσεως γίνεται σεβαστή, τοποθετεῖται δίπλα στὴν ἀλήθεια ὡς ἰσότιμη καὶ ἰσόκυρη μὲ αὐτὴν καὶ τελικὰ ἀναμιγνύεται μ’ αὐτὴν σὲ μία ἄμικτη μίξη. Ποιὰ κοινωνία ὅμως μπορεῖ νὰ ὑπάρξει μεταξὺ ἀληθείας, ποὺ εἶναι φῶς καὶ ψεύδους, πού εἶναι σκότος; «Τὶς κοινωνία φωτὶ πρὸς σκότος;», ἐπιβεβαιώνει ὁ ἀπ. Παῦλος, (Β΄Κορ.6,14).
Ὅμως ἡ παναίρεση αὐτὴ δυστυχῶς δὲν περιορίστηκε μόνο σὲ διαχριστιανικὸ ἐπίπεδο. Πολὺ σύντομα ἐπεκτάθηκε, ὅπως ἦταν ἀναμενόμενο καὶ σὲ διαθρησκειακό. Τὸ διαθρησκειακὸ ἄνοιγμα τῆς Ὀρθοδοξίας πρὸς τὶς ἄλλες θρησκεῖες ἐπιδιώχθηκε μὲ διμερεῖς καὶ πολυμερεῖς Διαθρησκειακὲς Συναντήσεις, Διαλόγους καὶ Συνέδρια, ἀποτελεῖ δὲ ἕναν ἀπὸ τοὺς οὐσιωδέστερους στόχους τοῦ Διαθρησκειακοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Οἱ μέχρι τώρα γενόμενοι διάλογοι ὄχι μόνον δὲν ἔφεραν κανένα ἀποτέλεσμα, ἀλλὰ ἀντιθέτως ὁδήγησαν ἀναπόφευκτα σὲ προϊοῦσα φθορὰ καὶ διάβρωση τοῦ Ὀρθοδόξου φρονήματος, σὲ συμβιβασμοὺς καὶ ἀνεπίτρεπτες ὑποχωρήσεις στὸ δόγμα καὶ στὴν ἐκκλησιαστική μας αὐτοσυνειδησία. Μὲ ἐπιπολαιότητα οἱ Ὀρθόδοξοι ἀντιπρόσωποι στοὺς Διαλόγους αὐτούς, μὴ ἔχοντες ἁγιοπνευματικὲς ἐμπειρίες, ἅπλωσαν γέφυρες, μικρὲς καὶ ἀνεπαρκεῖς, γιὰ νὰ γεφυρώσουν τεράστια χάσματα καὶ νὰ ἐκμηδενίσουν ἀποστάσεις καὶ διαφορές, πολὺ σημαντικὲς στὸ δόγμα καὶ στὸ ἦθος τῶν θρησκειῶν. Παραθεώρησαν ὅμως τὸ γεγονός, ὅτι ἡ ἀλήθεια μὲ τὴν αἵρεση δὲν ἔχουν ποσοτικὴ διαφορά. Ἡ αἵρεση δὲν ἔχει ἁπλῶς λιγότερη ἀλήθεια, ὥστε μὲ κάποια προσθήκη νὰ γίνει κι αὐτὴ Ὀρθοδοξία. Ἡ αἵρεση ὅσο μικρὴ καὶ ἂν φαίνεται, εἶναι πλάνη, εἶναι σκοτάδι καὶ ἁμαρτία καὶ θάνατος. Ὁ πνευματικὸς θάνατος ποὺ προξενεῖ ἡ αἵρεση, δὲν παίρνει βελτίωση νὰ γίνει λιγότερο θάνατος καὶ κατόπιν ζωή. Ἔτσι φθάσαμε στὸ τραγικὸ φαινόμενο νὰ διατυπώνονται ἀπὸ Ὀρθοδόξους ἐκπροσώπους, ἀντορθόδοξες δηλώσεις καὶ νὰ ὑπογράφονται κείμενα κοινῆς ἀποδοχῆς μὲ τοὺς αἱρετικούς, ξένα πρὸς τὴν παράδοση καὶ τὴν δογματικὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας.
Δυστυχῶς ἡ φοβερὴ αὐτὴ πολυαίρεση, ποὺ κυριάρχησε σ’ ὅλη τὴν διάρκεια τοῦ 20ου αἰῶνος, ἔφθασε πλέον στὸ ἀποκορύφωμά της στὶς ἀρχὲς τοῦ 21ου αἰῶνος μὲ τὴν «Σύνοδο» τῆς Κρήτης τὸ 2016. Ἡ «Σύνοδος» αὐτή, ὅπως ὁμολογοῦν καταξιωμένες προσωπικότητες, ποὺ ἀσχολήθηκαν μὲ τὰ συνοδικά της κείμενα, ὑπῆρξε ἕνα κατ’ ἐξοχὴν συγκλονιστικὸ ἐκκλησιαστικὸ γεγονὸς διότι δὲν κατεδίκασε τὶς ἐν χώρῳ καὶ χρόνῳ ὑφιστάμενες αἱρέσεις, ψευδοθρησκεῖες καὶ παραθρησκευτικά φαινόμενα, ὡς ὑποχρεοῦτο ἐκ τῶν Θείων καὶ ἱερῶν Κανόνων. Ἕνα γεγονὸς ποὺ προκάλεσε ὀδυνηρὸ πλῆγμα στὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας. Ἕνα γεγονὸς ποὺ σήμανε τὴν συνοδικὴ νομιμοποίηση τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καὶ γέμισε μὲ ἀπερίγραπτη θλίψη τὴν θριαμβεύουσα καὶ τὴν στρατευομένη Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ.
Τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ φοβερὴ αὐτὴ αἵρεση ἐξακολουθεῖ ὄχι μόνον νὰ ὑφίσταται, παρ’ ὅλο ποὺ πέρασαν περισσότερα ἀπὸ 100 χρόνια ἀπὸ τῆς ἐμφανίσεώς της, ἀλλὰ καὶ νὰ ἐξαπλοῦται ἐπικίνδυνα ὅλο καὶ περισσότερο, ὑπογραμμίζει τὸ χρέος ὅλων μας, γιὰ τὴν ἀποτελεσματικὴ καταπολέμησή της. Εἶναι ἀνάγκη ὅλοι μας νὰ ἐπαγρυπνοῦμε καὶ νὰ διακρίνουμε τὰ «σημεῖα τῶν καιρῶν» (Ματθ. 16,3). Νὰ μείνουμε ἀνυποχώρητοι καὶ ἀσυμβίβαστοι στὴν ὑπεράσπιση τῆς Ἀληθείας, ποὺ εἶναι ὁ ἐνυπόστατος Χριστὸς ζητοῦντες τὴν πανορθόδοξη Συνοδικὴ καταδίκη της, ἀνεπηρέαστοι ἀπὸ τὸ πνεῦμα τῆς χαλαρότητος, τοῦ ἐφησυχασμοῦ καὶ τοῦ ἐνδοτισμοῦ, τὸ ὁποῖον κυριαρχεῖ σήμερα σὲ πολλούς. Νὰ συνειδητοποιήσουμε καὶ νὰ εὐαισθητοποιηθοῦμε ἀπέναντι στὸ σύγχρονο πολυκέφαλο θηρίο, τὴν παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ποὺ προετοιμάζει τὸν ἐρχομὸ τῆς Νέας Παγκόσμιας Θρησκείας τοῦ Σατανᾶ, καὶ ποὺ μὲ ὕπουλο τρόπο ἔχει διεισδύσει στὰ σπλάγχνα τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ τὴν ἀπειλεῖ θανάσιμα. Εἶναι ἀνάγκη πρὸ παντός, νὰ ἐνεργοποιηθοῦμε σ’ ἕνα δυναμικότερο ἀντιαιρετικὸ ἀγῶνα, ζητώντας, ἡ Ἐκκλησία νὰ ἐπισημάνει τοὺς φορεῖς της καὶ νὰ τοὺς καλέση σὲ μετάνοια. Τέλος νὰ διακόψῃ ἡ Ἐκκλησία τοὺς μέχρι τώρα γενομένους ἀκάρπους καὶ ἐπιβλαβεῖς διαλόγους μὲ τοὺς αἱρετικοὺς ἑτεροδόξους καί ἑτεροθρήσκους κηρύσσουσα πὼς ὁ μόνος Σωτήρας εἶναι ὁ Κύριος Ἰησοὺς Χριστὸς χωρὶς τὸν ὁποῖον δὲν ὑπάρχει σωτηρία καὶ ζωή.
Εὔχομαι ἀπὸ καρδίας ἔτη πολλὰ καὶ καρποφόρος ἡ ἀρξαμένη Ἁγία καὶ Μεγάλη Τεσσαρακοστή!
Ἔτη πολλά καί εὔδρομος ἡ ἀρξαμένη Ἁγία καί Μεγάλη Τεσσαρακοστή!
Μετά πατρικῶν εὐχῶν
Ο Μ Η Τ Ρ Ο Π Ο Λ Ι Τ Η Σ
+ ὁ Πειραιῶς ΣΕΡΑΦΕΙΜ